προαριστίδιος

προαριστίδιος
-ον, Α
1. αυτός που γίνεται πριν από το πρόγευμα ή το γεύμα
2. φρ. «προαριστίδιος πλοῡς» — ο πλους που γινόταν πριν από το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἄριστον «μεσημβρινό φαγητό, πρόγευμα* + κατάλ. -ίδιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαριστίδιος — before breakfast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαριστιδίου — προαριστίδιος before breakfast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”